βρεφοκόμος

βρεφοκόμος
η
υπάλληλος βρεφοκομείου που περιποιείται βρέφη: Εργάζεται ως βρεφοκόμος στον παιδικό σταθμό του δήμου μας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βρεφοκόμος — ο, η (Μ βρεφοκόμος) ειδικός στην περιποίηση βρεφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + κόμος < κομώ «φροντίζω» (πρβλ. ανθοκόμος, νοσοκόμος)] …   Dictionary of Greek

  • -κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… …   Dictionary of Greek

  • βουτυροκόμος — ο αυτός που ασχολείται με την παρασκευή βουτύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < βούτυρο (ν) + κόμος < κομώ ( έω) «φροντίζω, ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. ανθοκόμος, βρεφοκόμος, μελισσοκόμος, νοσοκόμος κ.ά.). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν… …   Dictionary of Greek

  • βρέφος — το (AM βρέφος) νεογέννητο παιδί, από τη γέννηση του μέχρι τον 25ομήνα μσν. νεοελλ. φρ. «τὸ Θεῑον Βρέφος» ο Χριστός στην εικόνα της Γέννησης ή όποτε εικονίζεται σε βρεφική ηλικία νεοελλ. άνθρωπος άπειρος, αθώος σαν βρέφος αρχ. 1. το έμβρυο 2.… …   Dictionary of Greek

  • βρεφοκομία — η [βρεφοκόμος] 1. ανατροφή και περίθαλψη βρεφών 2. η επιστήμη που ασχολείται με την περίθαλψη και την ανατροφή των βρεφών …   Dictionary of Greek

  • βρεφοκομείο — το φιλανθρωπικό ίδρυμα για περίθαλψη βρεφών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρεφοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1862 στον Σκαρλάτο Βυζάντιο] …   Dictionary of Greek

  • βρεφοτρόφος — βρεφοτρόφος, ο, η (Μ) ο βρεφοκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βρέφος + τρόφος < τρέφω] …   Dictionary of Greek

  • νηπιοκόμος — ο, η ο ειδικός στη φροντίδα και ανατροφή τών νηπίων, βρεφοκόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιο + κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. μελισσο κόμος, παιδοκόμος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”